καρδιές θωρακισμένες
από του κόσμου τους μαύρους κολασμένους
ένας κλοιός που γίνεται φυλακή.
Νους και ψυχή ελεύθερα δραπετεύουν
γίνονται ένα με τον άνεμο και αλητεύουν
Όνειρα και πεθυμιές
σαν ξεστρατισμένα παιδιά
προκαλούν με πάθος τη ζωή
τρέπονται σε φυγή μα πουθενά δεν οδηγεί
και κολυμπούν στο έρεβος
στου σκοταδιού το αμίλητο ποτάμι
Όνειρα χλωμότερα κι από το θάνατο
ζωντανεύουν όταν λάμψει το φως
αυτό το αρχέγονο φως
που πάντα είναι μέσα μας
κι αντιστέκεται σε ο,τι προσπαθεί
να μας σταματήσει να ονειρευόμαστε.